πυρότουβλο

πυρότουβλο
το, Ν
τεχνολ. κοινή ονομασία τής πυρίμαχου πλίνθου, υλικού που αποτελείται από μη μεταλλικά ορυκτά, διαμορφωμένα σε ποικίλα σχήματα, για χρήση σε κατασκευές που πρέπει να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες και ειδικότερα σε κατασκευές για μεταλλουργικές και υαλουργικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τούβλο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. firebrick].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”