- πυρότουβλο
- το, Ντεχνολ. κοινή ονομασία τής πυρίμαχου πλίνθου, υλικού που αποτελείται από μη μεταλλικά ορυκτά, διαμορφωμένα σε ποικίλα σχήματα, για χρήση σε κατασκευές που πρέπει να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες και ειδικότερα σε κατασκευές για μεταλλουργικές και υαλουργικές εργασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τούβλο. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. firebrick].
Dictionary of Greek. 2013.